- νομοφυλακίς
- νομοφυλακίς, -ίδος, ἡ (Α)1. ως επίθ. αυτή που περιέχει τους νόμους («νομοφυλακίδα κιβωτόν», Φίλ.)2. προσωνυμία τής Αφροδίτης στην Κυρήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομοφύλαξ, -ακος + επίθημα -ίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομοφυλακίδα — νομοφυλακίς containing the law fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)